- ανασκούμπωμα
- τό1) засучивание (рукавов); подбирание (платья); 2) подготовка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασκούμπωμα — το, ατος το να ανασκουμπώνεται κανείς, να καταπιάνεται πρόθυμα με τη δουλειά: Η δουλειά αυτή για να βγει πέρα θέλει ανασκούμπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακόμπωμα — ἀνακόμπωμα, το (Μ) [ἀνακομπώνω] ανασήκωμα τών μανικιών, ανασκούμπωμα … Dictionary of Greek
ξεμπράτσωμα — το [ξεμπρατσώνομαι] το αποτέλεσμα τού ξεμπρατσώνομαι, ξεμανίκωμα, ανασκούμπωμα … Dictionary of Greek
ξεμπράτσωμα — το, ατος το ξεγύμνωμα των μπράτσων, αλλ. ανασκούμπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)